κλαψ(ι)άρικος

κλαψ(ι)άρικος
η , ο плаксивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κλαψ(ι)άρικος" в других словарях:

  • κλαψ(ι)άρικος — η, ο [κλαψιάρης] αυτός που αναφέρεται στον κλαψιάρη, αυτός που γίνεται με κλάψες, θρηνώδης, παραπονιάρικος («κλαψιάρικη φωνή»). επίρρ... κλαψ(ι)άρικα με κλαψιάρικο τρόπο, παραπονιάρικα («ακούοντας τον άνεμο να βουίζει κλαψιάρικα») …   Dictionary of Greek

  • κουκουλάρικος — η, ο 1. κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα 2. το ουδ. ως ουσ. το κουκουλάρικο ποικιλία μεταξωτού υφάσματος που κατασκευάζεται στο Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. άρικος (πρβλ. κλαψ άρικος, πεισματ άρικος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»